μονιμοποίηση
[monimoˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Festanstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fμονιμοποίησηVerbeamtungθηλυκό | Femininum, weiblich fμονιμοποίησημονιμοποίηση