„μοναχή“: θηλυκό μοναχή [monaˈçi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nonne Nonneθηλυκό | Femininum, weiblich f μοναχή θρησκεία | Religionθρησκ μοναχή θρησκεία | Religionθρησκ