μοναστήρι
[monasˈtiri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Klosterουδέτερο | Neutrum, sächlich nμοναστήρι θρησκεία | Religionθρησκμοναστήρι θρησκεία | Religionθρησκ
examples
- μοναστηριακή εκκλησίαθηλυκό | Femininum, weiblich fKlosterkircheθηλυκό | Femininum, weiblich f