„μολυβδόχρωμος“ μολυβδόχρωμος [molivˈðoxromos], μολυβδόχρωμη, μολυβδόχρωμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bleifarben bleifarben μολυβδόχρωμος μολυβδόχρωμος