„μοιρολατρικός“ μοιρολατρικός [mirolatriˈkos], μοιρολατρική, μοιρολατρικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) fatalistisch fatalistisch μοιρολατρικός μοιρολατρικός