„μοδάτος“ μοδάτος [moˈðatos], μοδάτη, μοδάτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) modisch modisch μοδάτος μοδάτος examples μοδάτη λέξηθηλυκό | Femininum, weiblich f Modewortουδέτερο | Neutrum, sächlich n μοδάτη λέξηθηλυκό | Femininum, weiblich f