„μισοφαγωμένος“ μισοφαγωμένος [misofaɣoˈmenos], μισοφαγωμένη, μισοφαγωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zerfressen zerfressen μισοφαγωμένος μισοφαγωμένος