μικρότητα
[miˈkrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kleinichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fμικρότηταGeringfügigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fμικρότηταμικρότητα