„μηχανορραφία“: θηλυκό μηχανορραφία [mixanoraˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Intrige Intrigeθηλυκό | Femininum, weiblich f μηχανορραφία μηχανορραφία