„μηνυτής“: αρσενικό μηνυτής [miniˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, μηνύτρια [miˈnitria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kläger (An-)Klägerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f μηνυτής νομικός όρος | Rechtswesenνομ μηνυτής νομικός όρος | Rechtswesenνομ