„μετριοφροσύνη“: θηλυκό μετριοφροσύνη [metriofroˈsini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bescheidenheit Bescheidenheitθηλυκό | Femininum, weiblich f μετριοφροσύνη μετριοφροσύνη