„μετρική“: θηλυκό μετρική [metriˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Metrik, Verslehre Metrikθηλυκό | Femininum, weiblich f μετρική Verslehreθηλυκό | Femininum, weiblich f μετρική μετρική