μετρητής
[metriˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zählerαρσενικό | Maskulinum, männlich mμετρητής ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρμετρητής ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ
examples
- μετρητής στάθμης νερούWasserstandsanzeigerαρσενικό | Maskulinum, männlich m