„μετεπιβιβάζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα μετεπιβιβάζομαι [metepiviˈvazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp <-τηκα; -μένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) umsteigen umsteigen μετεπιβιβάζομαι μετεπιβιβάζομαι