„μετενσάρκωση“: θηλυκό μετενσάρκωση [metenˈsarkosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Reinkarnation Reinkarnationθηλυκό | Femininum, weiblich f μετενσάρκωση μετενσάρκωση