„μεταφώνηση“: θηλυκό μεταφώνηση [metaˈfonisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stimmbruch Stimmbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m μεταφώνηση μεταφώνηση