μεταστροφή
[metastroˈfi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Umkehrenουδέτερο | Neutrum, sächlich nμεταστροφή γύρισμα προς άλλη κατεύθυνσημεταστροφή γύρισμα προς άλλη κατεύθυνση
- Umkehrungθηλυκό | Femininum, weiblich fμεταστροφή γεν αλλαγήμεταστροφή γεν αλλαγή
- Meinungsänderungθηλυκό | Femininum, weiblich fμεταστροφή αλλαγή γνώμηςμεταστροφή αλλαγή γνώμης
examples
- μεταστροφή γνώμηςMeinungsumschwungαρσενικό | Maskulinum, männlich m