μεταμόρφωση
[metaˈmorfosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verwandlungθηλυκό | Femininum, weiblich fμεταμόρφωση με μάγιαμεταμόρφωση με μάγια
- Umwandlungθηλυκό | Femininum, weiblich fμεταμόρφωση μεταβολήμεταμόρφωση μεταβολή
- Metamorphoseθηλυκό | Femininum, weiblich fμεταμόρφωση βιολογία | Biologieβιολμεταμόρφωση βιολογία | Biologieβιολ