„μετακόμιση“: θηλυκό μετακόμιση [metaˈkomisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Umzug, Einzug Umzugαρσενικό | Maskulinum, männlich m μετακόμιση από σπίτι μετακόμιση από σπίτι Einzugαρσενικό | Maskulinum, männlich m μετακόμιση σε σπίτι μετακόμιση σε σπίτι