μεταγωγή
[metaɣoˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Transportαρσενικό | Maskulinum, männlich mμεταγωγήÜberführungθηλυκό | Femininum, weiblich fμεταγωγήμεταγωγή