„μεταγγίζω“: μεταβατικό ρήμα μεταγγίζω [metaŋˈgjizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) umgießen, umschütten umgießen, umschütten μεταγγίζω μεταγγίζω