μετάθεση
[meˈtaθesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Umstellenουδέτερο | Neutrum, sächlich nμετάθεση μετακίνησηUmstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fμετάθεση μετακίνησημετάθεση μετακίνηση
- Versetzungθηλυκό | Femininum, weiblich fμετάθεση υπαλλήλουμετάθεση υπαλλήλου
- Verschiebungθηλυκό | Femininum, weiblich fμετάθεση αναβολήVertagungθηλυκό | Femininum, weiblich fμετάθεση αναβολήμετάθεση αναβολή
- Abkommandierungθηλυκό | Femininum, weiblich fμετάθεση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατμετάθεση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ