μεσολαβώ
[mesolaˈvo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- vermittelnμεσολαβώ γενμεσολαβώ γεν
- dazwischenkommenμεσολαβώ γεγονόςμεσολαβώ γεγονός