„μεροληπτώ“: αμετάβατο ρήμα μεροληπτώ [merolipˈto]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) parteiisch sein parteiisch sein μεροληπτώ μεροληπτώ