„μεντεσές“: αρσενικό μεντεσές [mendeˈses]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-έδες> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Scharnier, Türangel Scharnierουδέτερο | Neutrum, sächlich n μεντεσές Türangelθηλυκό | Femininum, weiblich f μεντεσές μεντεσές