„μεθοκόπι“: ουδέτερο μεθοκόπι [meθoˈkopi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Trinkerei Trinkereiθηλυκό | Femininum, weiblich f μεθοκόπι μεθοκόπι