„μεγαλόφωνος“ μεγαλόφωνος [meɣaˈlofonos], μεγαλόφωνη, μεγαλόφωνοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) lautstark lautstark μεγαλόφωνος μεγαλόφωνος