„μαχαίρωμα“: ουδέτερο μαχαίρωμα [maˈçeroma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Erstechen Erstechenουδέτερο | Neutrum, sächlich n μαχαίρωμα μαχαίρωμα