„μασώ“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα μασώ [maˈso]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kauen kauen μασώ μασώ examples τα μασάω herumdrucksen τα μασάω μασώ τσίχλα Kaugummi kauen μασώ τσίχλα