„μαστουρώνω“: αμετάβατο ρήμα μαστουρώνω [masturoˈmono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich mit etwas zudröhnen examples μαστουρώνω με κάτι sich mit etwas zudröhnen μαστουρώνω με κάτι