„μαστίχα“: θηλυκό μαστίχα [masˈtixa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mastix, Kaugummi Mastixαρσενικό | Maskulinum, männlich m μαστίχα βοτανική | Botanikβοτ μαστίχα βοτανική | Botanikβοτ Kaugummiαρσενικό | Maskulinum, männlich m μαστίχα τσίχλα μαστίχα τσίχλα