„μασάζ“: ουδέτερο μασάζ [maˈsaz]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Massage Massageθηλυκό | Femininum, weiblich f μασάζ μασάζ examples κάνω μασάζ σε κάποιον jemanden massieren κάνω μασάζ σε κάποιον κάνω μασάζ sich massieren lassen κάνω μασάζ μασάζ ανοικτής καρδιάς Herzmassageθηλυκό | Femininum, weiblich f μασάζ ανοικτής καρδιάς μασάζ προσώπου Gesichtsmassageθηλυκό | Femininum, weiblich f μασάζ προσώπου hide examplesshow examples