μαντεύω
[manˈdevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- vorsaussagen, prophezeienμαντεύω προβλέπωμαντεύω προβλέπω
- erratenμαντεύω βρίσκω κάτι άγνωστομαντεύω βρίσκω κάτι άγνωστο