μανταλώνω
[mandaˈlono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- abriegeln, verriegelnμανταλώνω πόρτα, παράθυρομανταλώνω πόρτα, παράθυρο
Thank you for your feedback!