„Μαλτέζος“: αρσενικό Μαλτέζος [malˈtezos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Malteser Malteserαρσενικό | Maskulinum, männlich m Μαλτέζος Μαλτέζος