„Μαλδίβες“: πληθυντικός θηλυκού Μαλδίβες [malˈðives]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Malediven Maledivenπληθυντικός | Plural pl Μαλδίβες Μαλδίβες