μαλακία
[malaˈkjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Scheißαρσενικό | Maskulinum, männlich mμαλακία συχνάπληθυντικός | Plural pl ανόητος λόγος χυδαία | vulgärχυδμαλακία συχνάπληθυντικός | Plural pl ανόητος λόγος χυδαία | vulgärχυδ
- Blödsinnαρσενικό | Maskulinum, männlich mμαλακία ανόητη πράξηSchwachsinnαρσενικό | Maskulinum, männlich mμαλακία ανόητη πράξημαλακία ανόητη πράξη
- Selbstbefriedigungθηλυκό | Femininum, weiblich fμαλακία αυνανισμός οικείο | umgangssprachlichοικμαλακία αυνανισμός οικείο | umgangssprachlichοικ