μακροσκελής
[makroskjeˈlis], μακροσκελής, μακροσκελέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- langatmigμακροσκελήςμακροσκελής
- weitläufigμακροσκελής μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφμακροσκελής μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ