„μακαρισμός“: αρσενικό μακαρισμός [makarizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Glückseligkeit Glückseligkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f μακαρισμός μακαρισμός