μαθητής
[maθiˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schülerαρσενικό | Maskulinum, männlich mμαθητήςμαθητής
- Jungerαρσενικό | Maskulinum, männlich mμαθητής θρησκεία | Religionθρησκμαθητής θρησκεία | Religionθρησκ
examples
- μαθητής βραδινού σχολείουAbendschülerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- μαθητής γυμνασίου λυκείουOberschülerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- μαθητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσηςRealschülerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples