„μαγκανίζω“: μεταβατικό ρήμα μαγκανίζω [maŋgaˈnizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) hochkurbeln hochkurbeln μαγκανίζω μαγκανίζω