μίζα
[ˈmiza]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Honorarουδέτερο | Neutrum, sächlich nμίζα προμήθειαμίζα προμήθεια
- Schmiergeldουδέτερο | Neutrum, sächlich nμίζα παράνομη αμοιβήμίζα παράνομη αμοιβή
- Einsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mμίζα σε παιχνίδιμίζα σε παιχνίδι
- Anlasserαρσενικό | Maskulinum, männlich mμίζα αυτοκίνητο | Autoαυτοκμίζα αυτοκίνητο | Autoαυτοκ