„μάρμαρο“: ουδέτερο μάρμαρο [ˈmarmaro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Marmor Marmorαρσενικό | Maskulinum, männlich m μάρμαρο μάρμαρο