„μάπας“: αρσενικό μάπας [ˈmapas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Versager, Pfeife Versagerαρσενικό | Maskulinum, männlich m μάπας μάπας Pfeifeθηλυκό | Femininum, weiblich f μάπας οικείο | umgangssprachlichοικ μάπας οικείο | umgangssprachlichοικ