μάντρα
[ˈmandra]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gehegeουδέτερο | Neutrum, sächlich nμάντραμάντρα
- Mantraουδέτερο | Neutrum, sächlich nμάντρα μουσμάντρα μουσ
examples
- μάντρα αυτοκινήτων οικείο | umgangssprachlichοικAutofriedhofαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- μάντρα παλιοσιδηρικώνSchrottplatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m