„λύματα“: πληθυντικός ουδετέρου λύματα [ˈlimata]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Abwasser Abwasserουδέτερο | Neutrum, sächlich n λύματα λύματα