„λυχνοστάτης“: αρσενικό λυχνοστάτης [lixnoˈstatis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lampenfuß Lampenfußαρσενικό | Maskulinum, männlich m λυχνοστάτης λυχνοστάτης