„λυγερόκορμος“ λυγερόκορμος [lijeˈrokormos], λυγερόκορμη, λυγερόκορμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gertenschlank gertenschlank λυγερόκορμος λυγερόκορμος