„λούζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα λούζομαι [ˈluzome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich die Haare waschen sich die Haare waschen λούζομαι λούζομαι