λοφίσκος
[loˈfiskos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- kleiner Hügelουδέτερο | Neutrum, sächlich nλοφίσκοςλοφίσκος
examples
- λοφίσκος χώματος τρύπας τυφλοπόντικαMaulwurfshaufenαρσενικό | Maskulinum, männlich mMaulwurfshügelαρσενικό | Maskulinum, männlich m